- προλαμβάνω
- ΝΜΑ, και προλαβαίνω Ν1. λαμβάνω κάτι πριν από κάποιον ή κάτι άλλο, λαμβάνω πρώτος (α. «προλαμβάνω τον μισθό μου» β. «προλαμβάνειν γάλα μετὰ μέλιτος», επιγρ.)2. (η μτχ. ενεργ. αορ. ως ουσ.) προλαβών, -ούσα, -όνο προηγούμενοςνεοελλ.1. φθάνω κάπου πριν από κάποιον άλλο ή πρώτος («όσο και να τρέχεις, θα δεις που θα σέ προλάβω»)2. προφταίνω, φτάνω κάπου πριν από κάποιον άλλο ή εγκαίρως (α. «πήγα αλλά δεν τόν πρόλαβα» β. «αν δεν βιαστούμε, δεν θα προλάβουμε το τραίνο»)3. με την παρουσία μου ή με παρέμβασή μου ματαιώνω κάτι δυσάρεστο («η έγκαιρη άφιξη τής πυροσβεστικής πρόλαβε την επέκταση τής φωτιάς»)4. βρίσκω τον απαιτούμενο χρόνο για να κάνω κάτι («δεν ξέρω αν θα προλάβω να τελειώσω σήμερα όλες τις δουλειές»)5. ναυτ. μετακινώ τα ιστία τού πλοίου κατά τέτοιο τρόπο ώστε να πέσει πάνω τους ο άνεμος από μπροστά για να δοθεί στο πλοίο ώθηση προς τα πίσω6. παροιμ. φρ. «όποιος πρόλαβε τον κύριο είδε» — όσοι κινούνται δραστήρια και με ταχύτητα προς έναν στόχο επωφελούνταιαρχ.1. καταλαμβάνω ή κυριεύω κάτι εκ τών προτέρων (α. «ὅσα τῆς πόλεως προλάβοι πρὸ τοῡ τοὺς ὅρκους ἀποδοῡναι», Δημοσθ.β. «σῶμα προειλημμένον ὑπὸ νόσου», Ερμητ.)2. προτιμώ («εἰ πρὸ τοὐμοῡ προύλαβες τὰ τῶν δ' ἔπη», Σοφ.)3. προφταίνω και παίρνω κάτι4. λαμβάνω κάτι ως δεδομένο, έχω κάτι προκαταβολικά («τὴν ὁλότητα προλαβὼν ἐγέννησεν ἀπ' αὐτῆς τὴν παντότητα», Δαμάσκ.)5. προσπερνώ («προλαμβάνοντες δὲ τὰς κύνας ἐφίστανται», Ξεν.)6. αντιλαμβάνομαι («προλαμβάνειν τὰ πολλὰ εἰκασίᾳ», Λουκιαν.)7. (με χρον. και τοπ. σημ.) προηγούμαι8. προτρέχω9. προδικάζω10. στοχάζομαι κάτι εκ τών προτέρων11. επαναλαμβάνω κάτι από την αρχή12. κρίνω κάποιον ή κάτι πρόωρα ή εσπευσμένα, δημιουργώ προκατάληψη13. ανακαλύπτω, αποκαλύπτω («ἐὰν καὶ προληφθῇ ἄνθρωπος ἔν τινι παραπτώματι», ΚΔ)14. παθ. προλαμβάνομαισυμπεριλαμβάνομαι εκ τών προτέρων15. φρ. «προλαμβάνω τὴν αὔξηση» — αρχίζω την αύξηση προηγουμένως.
Dictionary of Greek. 2013.